slovník Němec - řecký

Deutsch - ελληνικά

Niemand v řečtině:

1. Κανείς


Με ακούει κανείς;
Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...