slovník řecký - Ital

ελληνικά - italiano

ηλιοθεραπεία v italštině:

1. il prendere il sole



Italský slovo „ηλιοθεραπεία„(il prendere il sole) se zobrazí v sadách:

Λεξιλόγιο για την παραλία στα ιταλικά