slovník Angličtina - řecký

English - ελληνικά

public v řečtině:

1. κοινό κοινό



Řecký slovo „public„(κοινό) se zobrazí v sadách:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 601 - 650

2. δημόσιος δημόσιος



Řecký slovo „public„(δημόσιος) se zobrazí v sadách:

Notes 16/01/2018

3. δημόσια δημόσια


Μπορείς να δανειστέις ένα αντίγραφο από οποιαδήποτε δημόσια βιβλιοθήκη.