slovník Angličtina - řecký

English - ελληνικά

quick v řečtině:

1. γρήγορα γρήγορα


Έτρεξε όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα πόδια του.

Řecký slovo „quick„(γρήγορα) se zobrazí v sadách:

In London At Last 24-38