slovník Francouzský - řecký

Français - ελληνικά

mère v řečtině:

1. μητέρα μητέρα


Βοήθησα την μητέρα μου να πλύνει τα πιάτα.
Η μητέρα της μένει μόνη της στην ύπαιθρο.