slovník holandský - řecký

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

beddengoed v řečtině:

1. κλινοσκεπάσματα κλινοσκεπάσματα



Řecký slovo „beddengoed„(κλινοσκεπάσματα) se zobrazí v sadách:

Λεξιλόγιο για το υπνοδωμάτιο στα ολλανδικά