slovník holandský - řecký

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

genereus v řečtině:

1. γενναιόδωρος γενναιόδωρος



Řecký slovo „genereus„(γενναιόδωρος) se zobrazí v sadách:

Επίθετα προσωπικότητας στα ολλανδικά