slovník Slovenština - řecký

slovenský jazyk - ελληνικά

sieť v řečtině:

1. δίκτυο


Το σιδηροδρομικό δίκτυο στην χώρα μου είναι πολύ κακό, οπότε όλοι παίρνουν λεωφορείο.